- στεφάνᾳ
- στεφάναι , στεφάνηanything that surroundsfem nom/voc plστεφάνᾱͅ , στεφάνηanything that surroundsfem dat sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
στεφάνα — στεφάνᾱ , στεφάνη anything that surrounds fem nom/voc/acc dual στεφάνᾱ , στεφάνη anything that surrounds fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στεφαναφόρει — στεφανᾱφόρει , στεφανηφορέω wear a wreath pres imperat act 2nd sg (attic epic) στεφανᾱφόρει , στεφανηφορέω wear a wreath imperf ind act 3rd sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στεφάνας — στεφάνᾱς , στεφάνη anything that surrounds fem acc pl στεφάνᾱς , στεφάνη anything that surrounds fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στεφαναφορεῖν — στεφανᾱφορεῖν , στεφανηφορέω wear a wreath pres inf act (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στεφαναφορίαν — στεφανᾱφορίᾱν , στεφανηφορία wearing of a wreath fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στεφάναν — στεφάνᾱν , στεφάνη anything that surrounds fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στέφανο — το, Ν 1. (κυρίως στον πληθ.) τα στέφανα γαμήλιο, νυφικό στεφάνι («ποιός θα τούς αλλάξει τα στέφανα;») 2. φρ. α) «καλά στέφανα» (ως ευχή προς μνηστευμένους) με το καλό να γίνει ο γάμος β) «κάτω από τα στέφανα» την ώρα τής γαμήλιας στέψης. [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek
στέμμα — Καθετί που χρησιμοποιείται για στεφάνωμα, και κυρίως το διάδημα (ταινία που περιδένει τα μαλλιά ή η κορόνα) του κεφαλιού ως σύμβολο της βασιλικής εξουσίας. Γενικότερα είναι και η ίδια η βασιλική εξουσία, ο βασιλιάς και η απεικόνιση του στις… … Dictionary of Greek
Μουσείο Λαϊκής Τέχνης Λεμεσού (Κύπρου) — Λειτουργεί από το 1985 στο ισόγειο μιας μεγάλης νεοκλασικής κατοικίας (Αγίου Ανδρέου 253, Λεμεσός) με έντονα διακοσμητικά στοιχεία μπαρόκ, που χτίστηκε το 1922 και δωρήθηκε στο δήμο Λεμεσού από τον τελευταίο ιδιοκτήτη της, Ιωάννη Σχίζα. Το 1989… … Dictionary of Greek
αλλάζω — (Α ἀλλάσσω, αττ. ἀλλάττω και διαλεκτικά ἀλλάζω) Ι. (μτβ.) 1. κάνω κάτι διαφορετικό από ό,τι ήταν μέχρι τώρα, μεταβάλλω, αλλοιώνω, διαφοροποιώ 2. (αρχ. και μεσ.) δίνω ή παίρνω κάτι με αντάλλαγμα, ανταλλάσσω, κάνω ανταλλαγή 3. αντικαθιστώ,… … Dictionary of Greek